δεκαοκταετία

δεκαοκταετία
η
περίοδος δεκαοκτώ ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκταετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”